- σχιδακώδης
- σχιδακ-ώδης, ες, einem Splitter ähnlich, splitterartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχιδακώδης — ῶδες, Α [σχίδαξ, ακος] ο όμοιος με σχίδακα, με σχίζα … Dictionary of Greek
υποσχιδακώδης — ῶδες, Α (για φυτό) αυτός που εύκολα μπορεί να σχιστεί, να κοπεί σε σχίζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σχιδακώδης «όμοιος με σχίζα» (< σχίδαξ, ακος)] … Dictionary of Greek